DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Versteppung f
environ. απερήμωση; Απερήμωση; Ερημοποίηση
industr., construct. τρύπωμα σε ύφασμα
life.sc. στεπποποίηση
med. σχηματισμός στέπας; στεποποίηση