DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Vermittler m m -s, =
gen. διαμεσολαβητής
comp., MS μεσάζων
hobby πωλητής ταξιδίων
law μεσολαβούν πρόσωπο
law, commun. μεσολαβητής
law, transp., nautic. συνδιαλλάκτης
market. ενδιάμεσος
Vermittler
: 6 phrases in 3 subjects
Communications3
General1
Law2