DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Verkehrswege m
agric. επαρχιακός δρόμος
Verkehrsweg m -(e)s, -e
commun., transp. γραμμή επικοινωνιών
environ. αρτηρία κυκλοφορίας
IT κινησιφόρος διαδρομή; κινησιφόρο κανάλι
transp. οδός κυκλοφορίας; οδός m
Verkehrswege
: 7 phrases in 6 subjects
Communications1
Construction1
Finances2
Labor law1
Taxes1
Transport1