DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Utrikulus m
med. προστατικό κόλπωμα (utriculus prostaticus); όργανο Weber (utriculus prostaticus); ασκίδιο; κυστίδιο; κυστίδιο λαβυρίνθου αφτιού (utriculus); ελλειπτικό κυστίδιο (utriculus)
Utrikulus- m
med. ασκιδικός; σακοειδής