DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Urkundenfälschung f f =, -en
econ. πλαστογραφία
immigr., tech. νόθευση εγγράφου; παραποίηση εγγράφου
law πλαστoγραφία εγγράφωv? πλαστoγραφία πιστoπoιητικώv