DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Unterbringen v
agric. ενσταυλισμός; σταυλισμός
unterbringen v
demogr. εξασφαλίζω κατάλυμα
IT, el. προσαρμόζω; στεγάζω; τακτοποιώ
law, lab.law. επαναπασχολώ σε άλλη θέση εργασίας
Unterbringen
: 8 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Finances1
Law2
Transport4