DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Unterbrecher v
el. διακόπτης
mech.eng., construct. διάταξις παύσεως λειτουργίας
mech.eng., el. στοιχείο συλλέκτη; τμήμα συλλέκτη; δονητής
Unterbrecher
: 7 phrases in 5 subjects
Earth sciences2
Electronics2
Industry1
Information technology1
Transport1