DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Unfähigkeit f f =
law, lab.law. ανεπάρκεια επαγγελματικής εκπαίδευσης
med. ανικανότητα; σεξουαλική ανικανότητα; αδυναμία; ανεπάρκεια
Unfähigkeit
: 4 phrases in 2 subjects
General3
Politics1