DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Umschlagen n
mater.sc., construct. αναστροφή των δυνάμεων
Umschlag v
commun. χαρτοθήκη; κάλυμμα
commun., industr., construct. φάκελλος αλληλογραφίας
commun., IT εμπορικά δεδομένα ταχυδρομικού αντικειμένου
comp., MS φάκελος
IT περίβλημα; φάκελλος
tech., industr., construct. δίπλωμα; πτυχή
transp. μεταφόρτωση
transp., industr., construct. χειρισμός
Umschlagen adj.
gen. χειρισμός
agric. εκτροπή; εκτροπίαση; αναστροφή των τυριών; γύρισμα των τυριών; ανακίνηση των φιαλών; περιστροφή των φιαλών; εκτροπίαση; εκτροπή
mater.sc., construct. αντιστροφή της δύναμης
Umschlagen
: 12 phrases in 7 subjects
Communications4
Economy1
Industry1
Life sciences1
Mechanic engineering1
Medical3
Transport1