DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Umschalten n
transp., el. μεταγωγή; μεταλλαγή
Umschalten v
transp., el. μεταφορά σηματοδοσίας
Umschalter v
commun. μηχανισμός αναστροφής-διακοπής
el. διακόπτης αναστροφής; κομμιτατέρ; διακόπτης επιλογής; μεταγωγικός διακόπτης
transp., el. σύστημα διακοπτών
umschalten v
earth.sc., el. διακόπτω; διατρέπω; μετάγω
transp., mech.eng. αλλάζω ταχύτητα
Umschalten
: 24 phrases in 7 subjects
Agriculture1
Communications4
Earth sciences2
Electronics12
Information technology3
Metallurgy1
Transport1