DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Umlaufvermögen n
account. κυκλοφορούν ενεργητικό; κυκλοφορούν ενεργητικό; κυκλοφορούν κεφάλαιο; κεφάλαια κίνησης
econ., market. κεφάλαιο σε κυκλοφορία; κυκλοφορούν κεφάλαιο
econ., market., account. ρευστοποιήσιμο ενεργητικό
fin. κεφάλαιο κίνησης
fin., account. μετρητά και ρευστοποιημένα χρεόγραφα
fin., tax., industr. κεφάλαιο λειτουργίας; ενεργητικό κεφάλαιο; κεφάλαιο εκμετάλλευσης; κεφάλαιο κινήσεως
Umlaufvermögen
: 5 phrases in 2 subjects
Finances3
Marketing2