DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Umgehungsleitung f =, -en
earth.sc., mech.eng. παρακαμπτήριος; βοηθητικός αγωγός
mech.eng. σωλήνας παράκαμψης
transp. παρακαμπτήρια γραμμή γεφύρωσης; παρακαμπτήρια γραμμή τροφοδότησης