DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
Umbrechen n
agric. αναποδογυρίζει το έδαφος
Umbrechen v
agric. αναστρέφω; αντιστρέφει το έδαφος
commun. σελιδοποίηση; μετασχηματισμός σελίδας
umbrechen v
commun. σελιδοποιώ