DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Tupfer m m -s, =
med. επίθεμα; κομπρέσσα; μάκτρον; ταμπόν; επίδεσμος; μικρή κομπρέσα
Tupfer v
med. σπόγγος
tupfen v
chem., construct. βαφή με χτύπημα του πινέλου; ταμπονάρισμα
chem., met. δοκιμασία απλώματος με το δάχτυλο
Tupfen v
chem. λέκιασμα
Tupfer
: 2 phrases in 2 subjects
Commerce1
Medical1