DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
Trosse m f =, -n
transp. καλώδιο πηδαλίου
transp., nautic. χοντρό πολυδικλωνιασμένο σχοινί
Trosse f f =, -n
transp., nautic. λαντζάνα; λατζάνακοινώς; ρύμα
Trosse
: 6 phrases in 2 subjects
Agriculture2
Transport4