DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Tripel m
coal. τριπολίτιδα; τριπολιανή
comp., MS τριάδα
earth.sc., chem. διατομίτης; γη διατόμων
industr., construct., met. τρίπολη; τριπολίτις γη
Tripel
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1