DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Treuhänder f m -s, =
fin. καταπιστευτικός διαχειριστής
law trustee; καταπιστευματοδόχος; έμπιστος
law, commer. εντολοδόχος-επιμελητής
law, fin. διαχειριστής περιουσίας τρίτου
Treuhänderinder Bank f
fin. καταπιστευτικός διαχειριστήςτης Τράπεζας
Treuhänder
: 1 phrase in 1 subject
Finances1