DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Treiben n n -s
agric. είμαι έρμαιο; εκπίπτω; μετατοπίζομαι
Treiben v
agric. παρασύρομαι; Μετακίνηση ποιμνίου
coal., met. ώθησις
earth.sc. κυματισμός
met. κυλινδρική κύρτωση λαιμών επιμήκων τεμαχιοελασμάτων
nat.sc. βλάστημα
treiben v
nat.sc., agric. Κατευθύνω
nat.sc., life.sc., agric. φυτρώνω; βλαστάνω
Trieb v
earth.sc., agric. κληματίδα
mech.eng. εύκαμπτη μετάδοση
Triebe v
earth.sc., agric. χλωρός βλαστός
Treiben
: 20 phrases in 4 subjects
Agriculture6
Mechanic engineering1
Natural sciences8
Transport5