DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
Tränken m
agric. πότισμα
agric., chem. εμποτισμός
industr., construct. μούσκεμα
tränken m
agric. ποτίζω
chem. διαβρέχω; εμποτίζω
Tränken von Hölzern m
transp. εμβαπτίζω ξύλο; εμποτισμένο ξύλο; εμποτισμός ξύλου
Tränke m f =, -n
agric. ποτίστρα
environ., agric. γούρνα ποτίσματος
Tränken n
industr., construct. μούλιασμα
tränken n
forestr. νερό
Tränken
: 11 phrases in 3 subjects
Agriculture7
General2
Technology2