DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Tränke m f =, -n
agric. ποτίστρα
environ., agric. γούρνα ποτίσματος
Tränken von Hölzern m
transp. εμβαπτίζω ξύλο; εμποτισμένο ξύλο; εμποτισμός ξύλου
Tränken m
agric. πότισμα
tränken m
agric. ποτίζω
Tränken m
agric., chem. εμποτισμός
tränken m
chem. διαβρέχω; εμποτίζω
Tränken m
industr., construct. μούσκεμα
Tränke
: 9 phrases in 2 subjects
Agriculture7
Technology2