DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Tor n n -(e)s, -e
el. θύρα; ζεύγος ακροδεκτών
industr., construct. αυλόπορτα; εξώθυρα; πυλών
IT, el. ψηφιακή πύλη; διακόπτης; λογικό στοιχείο
transp. θυρίδα ελέγχου επιβατών; θυρίδα εισόδου στην αποβάθρα του σταθμού; θυρίδα ελέγχου εισιτηρίων
transp., construct. θυρόφραγμα
Tor adj.
forestr. πύλη; θυρίδα
 German thesaurus
Tor. n
el. Tornisterfunkgerät
mil. Torpedoflugzeug
Tor
: 33 phrases in 8 subjects
Agriculture1
Earth sciences2
Electronics8
General4
Health care1
Information technology3
Medical1
Transport13