DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Titel m m -s, =
commun. σελίδα τίτλου
comp., MS κομμάτι ήχου; τίτλος
construct. δευτερεύον υποκεφάλαιον
fin. τίτλος παραστατικός τίτλος; χρεόγραφα; αξίες; διαπραγματεύσιμος τίτλος; τίτλοι; τίτλος αξία
Titel adj.
gen. ιδιότητα; βαθμός
Titel
: 52 phrases in 14 subjects
Chemistry1
Communications5
Economy6
Finances13
General5
Government, administration and public services1
Health care2
Information technology4
Law5
Marketing1
Microsoft1
Patents1
Trade unions2
Work flow5