DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Teil m
commun., IT μέρος σώματος
mech.eng. μηχανικό κομμάτι
Teil v
commun., IT μέρος σώματος μηνύματος
forestr. μέρος συνόλου; εξάρτημα
mech.eng. μηχανικό όργανο
med. μέρος (portio); τμήμα (portio); κομμάτι; μερίδιο (portio); κλάσμα
met. τεμάχιο για συγκόλληση
Teil... v
mech.eng. αρχικός...
Teiler v
fish.farm., met. κοψαδούρος
IT διαιρέτης ισχύος; προσαρμοσμένος διαιρέτης ισχύος
teilen v
agric. τεμαχίζω
comp., MS διαιρώ; κοινή χρήση, κοινοποιώ, μοιράζομαι
Teile v
mech.eng. εξαρτήματα; μεμονωμένα τεμάχια
Teilen v
industr., construct. διαίρεση
Teil
: 293 phrases in 39 subjects
Agriculture6
Business1
Chemistry10
Commerce1
Communications9
Construction2
Earth sciences3
Economy6
Education1
Electronics8
Environment3
Finances16
General14
Government, administration and public services2
Immigration and citizenship2
Industry12
Information technology17
Insurance3
International trade2
Labor law1
Law31
Life sciences3
Marketing1
Materials science4
Mechanic engineering43
Medical7
Metallurgy12
Microsoft1
Natural sciences5
Nuclear and fusion power1
Patents1
Pharmacy and pharmacology2
Politics5
Procedural law3
Scientific2
Statistics2
Technology4
Transport45
Work flow2