DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
Taumeln n
transp. ανατροπή γυροσκοπίου
Taumeln v
astronaut., transp. "Ολλανδική περιστροφή"
IT, dat.proc. περιστροφή περί μεταβλητόν άξονα
transp. σημαντική απόκλιση από την κάθετο; ασταθής κίνηση