DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Tankwagen m m -s, =
agric. δοχείο τροφοδοσίας
environ., agric. αντιπυρικό βυτίο-ρυμούλκα
transp. βυτιοφόρο όχημα; όχημα-δεξαμενή; βυτιοφόρο καυσίμων; δεξαμενοφόρο όχημα; όχημα ανεφοδιασμού; βυτίο
transp., agric., tech. φορτηγό βυτιοφόρο
Tankwagen
: 4 phrases in 3 subjects
Agriculture1
Environment1
Transport2