DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
synchronisieren n
med. συγχρονίζω συγχρόνισα
Synchronisieren v
commun. συγχρόνιση
cultur., commun. ντουμπλάρισμα ήχου
el. συγχρονισμός φάσης
mech.eng., el. συγχρονίζων; συγχρονισμός
transp. συντονισμός ασύγχρονης μηχανής; συντονισμός μηχανής με ασύγχρονο κινητήρα
synchronisieren v
comp., MS συγχρονισμός; συγχρονίζω
 German thesaurus
synchronisieren v
comp., MS sync
Synchronisieren
: 17 phrases in 6 subjects
Cultural studies1
Electronics4
Information technology7
Mechanic engineering2
Medical2
Microsoft1