DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
Stumpfstoß m
agric. σύνδεση διά συμβολής
Stumpfstoss f
industr., construct., chem. σύνδεση άκρων
met. συναρμογή κατ'άκρα; σύνδεση με εσωραφή συγκολλήσεως; μετωπιαία σύνδεση
Stumpfstoss
: 7 phrases in 3 subjects
Chemistry2
Industry3
Metallurgy2