DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Stufe n
med. επίπεδο; στάθμη; βαθμός; τάξη
Stufe v
agric. όροφος δασοσυστάδος
coal. χρόνος επιβράδυνσης; χρόνος υστέρησης
comp., MS στάδιο
el. Κατώφλι; ελάχιστο ευδιάκριτο σήμα; κατώφλιο; οριακό σήμα
hobby, transp. στάδιο φουσκώματος
IT επίπεδος
IT, dat.proc. κβαντικό βήμα
life.sc. βαθμίδα; βραχώδες φρύδι
work.fl. επίπεδο αναγραφής
 German thesaurus
Stufe n
mus. die achte
Stufe
: 102 phrases in 21 subjects
Chemistry6
Communications15
Construction3
Economy4
Electronics22
Environment1
Finances3
General5
Industry2
Information technology1
International trade1
Law3
Life sciences9
Mechanic engineering10
Microsoft2
Municipal planning1
Politics2
Statistics7
Technology1
Transport3
Work flow1