DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Stubben m m -s, =
agric. ρίζα,πρέμνον νεκρού δένδρου,κοπέντος εις πολύ ύψος
fish.farm. γαλάζιος κορέγονος (Coregonus wartmanni)
forestr. πρέμνο; κούτσουρο
Stubben
: 1 phrase in 1 subject
Forestry1