DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Stromwender m m -s, =
gen. συλλέκτης,μεταγωγός,διακόπτης αναστροφής; κομμυτατέρκν
mech.eng., el. συλλέκτης
Stromwender
: 2 phrases in 1 subject
Electronics2