DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Streifer v
industr., construct. φλοίωμα ταινιοειδές
Streifen v
comp., MS σάρωση
construct. παρεντιθέμενο αρμοκάλυπτρο
industr., construct., met. ανομοιογενής λωρίδα; πινελιές
lab.law., transp. λωρίδες
med. λωρίδα; ταινία
met. λάμα
tech., industr., construct. φύρα
transp. βλήτρο; στεφάνη
streifen v
comp., MS σαρώνω
Streife v
immigr. κινητή μονάδα
streifen v
transp. εγγίζω ελαφρά
Streifer
: 40 phrases in 12 subjects
Agriculture5
Communications1
Electronics5
General1
Immigration and citizenship1
Industry10
Information technology2
Medical5
Metallurgy1
Natural sciences5
Statistics1
Transport3