DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Streckwerk n
industr., construct. τραβηκτικό σύστημα
industr., construct., mech.eng. πάγκος τανυσμού
tech., industr., construct. σύρτης; μηχανισμός τραβήγματος
Streckwerk
: 36 phrases in 1 subject
Technology36