DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Strecke f f =, -n
labor.org., industr. γραμμή κατασκευής
Strecke v
industr., construct. τράβηγμα-τέντωμα συνεχών ινών
IT, dat.proc. ακολουθία εντολών
labor.org., industr. γραμμή παραγωγής
transp. απόσταση
transp., avia. διαδρομή
strecken v
comp., MS επεκτείνω
Strecker v
agric. μακρού μήκους παραγωγική μονάδα
lab.law. σύρτης-τραβηχτής
Streck v
tech., industr., construct. σύρτης
Strecken adj.
gen. δρομολόγια
comp., MS Παραμόρφωση
hobby, transp. τίναγμα αλεξιπτώτου
industr., construct., met. ισοπέδωση υαλοκυλίνδρου
strecken adj.
industr., construct. περνώ στη ράμα; επεξεργάζομαι στη ράμα
Strecken
: 190 phrases in 15 subjects
Communications11
Construction1
Earth sciences1
Electronics23
Finances1
General1
Industry2
Information technology3
Life sciences3
Mechanic engineering2
Medical4
Natural sciences1
Politics1
Technology22
Transport114