DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Strebe f f =, -n
industr., construct. διαγώνιος
mech.eng. εγκάρσια δοκίδα
Strebe v
agric. στήριγμα
industr., construct. διαγώνιος ενίσχυση; γκιοστέκι; ζεύγμα; πλαγιοσύνδεσμος; σταυρόξυλο
mech.eng. εγκάρσιο στυλίδιο; δέσιμο; τραβέρσα; ορθοστάτης
transp. εγκάρσιο δοκάρι πλαισίου
transp., construct. αντηρίδα; αντιστύλωμα; μπουντέλι; προσωρινό υποστύλωμα
transp., mech.eng. στυλίδιο
Streber v
nat.sc., agric. στρέμπερ (Aspro streber, Zingel streber)
Strebe
: 20 phrases in 8 subjects
Agriculture1
Coal2
Construction2
General1
Industry1
Mechanic engineering6
Medical1
Transport6