DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Strahl m m -(e)s, -en
industr., construct., met. λοξοτομή
mech.eng. πίδακας ρευστού από εγχυτήρα
Strahlen v
industr. ανατίναξη
met. αποξείδωση με αμμοβολή
Strahl v
earth.sc., mech.eng. αναβληστήρας; δέσμη ρευστού
earth.sc., phys.sc. δέσμη
industr., construct., met. μπιζουτάρισμα
mech.eng. ταχύρευμα εξαγωγής καυσαερίων
med. ακτίνα; ακτίδα; μυστάκιο
strahlen v
met. αφαιρώ την άμμο με λειαντικά μέσα
Strahler v
earth.sc., mech.eng. εκπομπός
el. διεγέρτης
α-Strahlen adj.
med. ακτίνες άλφα; ακτίνες-α
γ-Strahlen adj.
med. ακτίνες γάμμα; ακτίνες-γ
strahlen adj.
med. ακτινοβολώ ακτινοβόλησα; εκπέμπω ακτίνες εζέπεμψα
Strahlen
: 157 phrases in 27 subjects
Agriculture9
Chemistry6
Communications13
Construction1
Cultural studies2
Earth sciences26
Electronics24
Environment2
Food industry2
General4
Health care6
Industry6
Information technology6
Labor law2
Law1
Mechanic engineering7
Medical10
Metallurgy12
Municipal planning1
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences6
Nuclear and fusion power1
Nuclear physics1
Physical sciences3
Statistics1
Technology2
Transport2