DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
Stossdämpfer n
earth.sc., mech.eng. δοχείο με μεμβράνη για τον αποχωρισμό του υγρού από τον αέρα
forestr. αποσβεστήρας κραδασμών; αμορτισέρ
stossdämpfend v
mater.sc. που απορροφά τους κραδασμούς