DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Stopfer m m -s, =
agric. μηχανισμός συσκευασίας δεμάτων; συσσωρευτής
Stopfer v
agric. τροφοδοτικός μηχανισμός
mech.eng., construct. αερόσφυρα διά διατρήσεις προς τα άνω
med. κόπανος
Stopfer
: 2 phrases in 1 subject
Transport2