DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
Stockflecken m
commun. λεκές; στίγμα; ραντισμός; λεκέδες,κηλίδες από την υγρασία
Stockflecken v
commun. κατάβρεγμα χάρτη; κατάβρεξις; λεκές από υγρασία; ράντισμα