DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Stochen f
chem., el. σκάλισμα
Stich v
agric. σύνδεσμος
chem., el. βέλος τόξου κώδωνα
cultur. χαλκογραφία; χαραγή,διά της γλυφίδος
industr. χαραγή με οξύ
industr., construct. θηλειά
met. γραμμικό σφάλμα
transp. βέλος
Stochen
: 10 phrases in 2 subjects
Finances1
Industry9