DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | verb | to phrases
Stoßdämpfer m m -s, =
transp., avia., mech.eng. αποσβεστήρας σκέλους; απορροφητήρας κρούσεων σκέλους προσγείωσης
transp., mech.eng. συσκευή απόσβεσης των κραδασμών; αποσβεστήρας; αποσβεστήρας κρούσεων
"Stoßdämpfer" m
econ., fin. μέσο απορρόφησης κρίσεων
Stossdämpfer n
earth.sc., mech.eng. δοχείο με μεμβράνη για τον αποχωρισμό του υγρού από τον αέρα
forestr. αποσβεστήρας κραδασμών; αμορτισέρ
stossdämpfend v
mater.sc. που απορροφά τους κραδασμούς
Stoßdämpfer
: 7 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering3
Transport4