DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Stillstandzeit f
forestr. χρόνος μη διαθεσιμότητας; χρόνος διακοπής; χρόνος εκτός λειτουργίας
IT χρόνος σταματήματος
IT, tech. νεκρός χρόνος
law παύση
Stillstandzeit
: 1 phrase in 1 subject
General1