DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Stillstand m m -(e)s
gen. στάσιμη κατάσταση
agric. παλιρροιοστάσιο; στάση παλίρροιας
industr., construct., met. σβήσιμο κλιβάνου
IT θανάσιμος εναγκαλισμός; μοιραία περίπτυξη
law παύση
life.sc. σημείο στασιμότητας
transp. πορεία με φορόν άνεμο
Stillstand adj.
forestr. ακινητοποίηση; στάση; διακοπή εργασίας
Stillstand
: 14 phrases in 3 subjects
Finances1
Life sciences2
Transport11