DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Stiche m
gen. δήγματα ζώων
Stich m m -(e)s, -e
agric. δέσιμο; κόμπος
cultur. κοπή με την γλυφίδα; τσιγκογραφία
med. σουβλιά; οξύς αιφνίδιος πόνος; διαπεραστικός πόνος; ράμμα; νήμα ράμματος; υλικό ράμματος; δάγκωμα; τσίμπημα
Stiche
: 2 phrases in 1 subject
Industry2