DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Stich m m -(e)s, -e
agric. δέσιμο; κόμπος
cultur. κοπή με την γλυφίδα; τσιγκογραφία
med. σουβλιά; οξύς αιφνίδιος πόνος; διαπεραστικός πόνος; ράμμα; νήμα ράμματος; υλικό ράμματος; δάγκωμα; τσίμπημα
Stiche m
gen. δήγματα ζώων
Stich v
agric. σύνδεσμος
chem., el. βέλος τόξου κώδωνα
cultur. χαλκογραφία; χαραγή,διά της γλυφίδος
industr. χαραγή με οξύ
industr., construct. θηλειά
met. γραμμικό σφάλμα
transp. βέλος
Stich
: 12 phrases in 2 subjects
Finances1
Industry11