DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Stengel m m -s, =
nat.sc. υποκοτύλιο
Stengel v
forestr. στέλεχος φυτού
med. κοτσάνι; κορμός; μίσχος
Stengel- v
med. καυλοειδής; καυλώδης; καυλικός; βλαστικός
Stengel
: 5 phrases in 3 subjects
Agriculture3
Metallurgy1
Natural sciences1