DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Stempel m m -s, =
chem. εξάρτημα τροφοδοσίας αρσενικού καλουπιού; εξάρτημα τροφοδοσίας θετικού καλουπιού
commun. γνώρισμα βιβλίων βιβλιοθήκης; σφράγισμα; σφραγίδα βιβλιοθήκης; εργαλεία επιχρύσωσης; ανθέμιο; βιβλιοδετικό κόσμημα; εργαλεία βιβλιοδεσίας
construct. στύλος στηρίξεως
el. έμβολο ηλεκτρικής καμίνου
health., agric., anim.husb. σφράγιση
industr., construct. σφραγίδα; πόντα; έμβολο-σφραγίδα; εργαλείο πονταρίσματος
market., fin. χαρτόσημο; ένσημο
med. ύπερος
nat.res. ωοθήκη φυτών
stat., agric. ορθοστάτης ορυχείων
transp., construct. διαδοκίδα συγκρατήσεως; αμφιστύλωμα
Stempel- adj.
med. υπεροειδής
Stempel
: 38 phrases in 10 subjects
Agriculture2
Chemistry7
Electronics1
Finances3
General1
Industry7
Law7
Mechanic engineering7
Metallurgy2
Transport1