Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
Finnish
French
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Swedish
Ukrainian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
noun
|
adjective
|
to phrases
Stempel
m m -s, =
chem.
εξάρτημα τροφοδοσίας αρσενικού καλουπιού
;
εξάρτημα τροφοδοσίας θετικού καλουπιού
commun.
γνώρισμα βιβλίων βιβλιοθήκης
;
σφράγισμα
;
σφραγίδα βιβλιοθήκης
;
εργαλεία επιχρύσωσης
;
ανθέμιο
;
βιβλιοδετικό κόσμημα
;
εργαλεία βιβλιοδεσίας
construct.
στύλος στηρίξεως
el.
έμβολο ηλεκτρικής καμίνου
health., agric., anim.husb.
σφράγιση
industr., construct.
σφραγίδα
;
πόντα
;
έμβολο-σφραγίδα
;
εργαλείο πονταρίσματος
market., fin.
χαρτόσημο
;
ένσημο
med.
ύπερος
nat.res.
ωοθήκη φυτών
stat., agric.
ορθοστάτης ορυχείων
transp., construct.
διαδοκίδα συγκρατήσεως
;
αμφιστύλωμα
Stempel-
adj.
med.
υπεροειδής
Stempel
:
38 phrases
in 10 subjects
Agriculture
2
Chemistry
7
Electronics
1
Finances
3
General
1
Industry
7
Law
7
Mechanic engineering
7
Metallurgy
2
Transport
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips