DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Steigleitung f f =, -en
chem., el. σωλήνας αποκένωσης; εσωτερική γραμμή ανύψωσης
mater.sc., construct. στόμιο υδροληψίας
Steigleitung
: 1 phrase in 1 subject
Earth sciences1