DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Stich v
agric. σύνδεσμος
chem., el. βέλος τόξου κώδωνα
cultur. χαλκογραφία; χαραγή,διά της γλυφίδος
industr. χαραγή με οξύ
industr., construct. θηλειά
met. γραμμικό σφάλμα
transp. βέλος
Stechen adj.
agric. κεντρίζω; τρύπημα με βελόνες
med. σουβλιά; οξύς αιφνίδιος πόνος; διαπεραστικός πόνος
met. έμπηξη
stechen adj.
law, lab.law. κτυπώ κάρτα
med. τρυπώ τρύπησα; τσιμπώ τσίμπησα; δαγκώνω δάγκωσα
nat.sc., agric. σφάζω
Stechen
: 16 phrases in 5 subjects
Agriculture3
Finances1
Industry9
Technology2
Transport1