DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Starten n
coal., el. έναρξη παραγωγής
Starten v
coal., el. ξεκíνημα παραγωγής
Starter v
el. εκκινητήρας οχήματος; αυτόματος θερμοηλεκτρικός διακόπτης; στάρτερ
mech.eng., construct. διάταξη εκκινήσεως
med. εκκινητής
stat., el. μίζα
Start v
commun., IT σήμα ενάρξεως
comp., MS εκκίνηση; Βασική
transp., avia. απογείωση; Απογείωση
starten v
commun., el. θέτω σε λειτουργία; εκκινώ
IT εκκινώ υπολογιστή
transp. απογειούμαι
Starten
: 104 phrases in 15 subjects
Agriculture1
Astronautics1
Communications10
Construction1
Economy3
Electronics14
Finances1
General3
Information technology9
Materials science1
Medical1
Microsoft19
Natural sciences1
Statistics1
Transport38