DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Stapel m m -s, =
agric., industr. μπασκί
comp., MS ομάδα καρτών; δέσμη
earth.sc., el. σειριακή συστοιχία
forestr. παρτίδα
industr., construct. γενειάδα; δεσμίδα ινών; μήκος ινών
industr., construct., met. "καρότο" γυαλιού
IT δεσμίδα
med. σωρός
tech., industr., construct. μέσο μήκος ίνας τυχαίου αριθμητικού δείγματος
Stapel adj.
med. στοίβα
 German thesaurus
Stapel m m -s, =
comp., MS Deck
Stapel adj.
comp., MS Cue
Stapel
: 30 phrases in 7 subjects
Agriculture6
Forestry1
Industry19
Information technology1
Microsoft1
Technology1
Transport1